- καπετανλίκι
- το1. το αξίωμα και η δικαιοδοσία τού καπετάνιου2. το σύνολο τών καπετάνιων, το καπετανάτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < καπετάν(ιος) + -λίκι*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καπετανάτο — καπετανάτο, το και καπετανλίκι, το στην τουρκοκρατία σήμαινε το αξίωμα του καπετάνιου, του αρχηγού αρματολών, και την περιοχή της δικαιοδοσίας του: Έκαμε την έκταση αυτή δικό του καπετανάτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)